- βάλλω
- (AM βάλλω)1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»)2. βάλλομαιδέχομαι βολές, εχθρικά πυρά3. τοποθετώ, βάζω4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» — φωνάζω, κραυγάζωαρχ.-μσν.«βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» — βάζω στον νου μου, σκέφτομαι κάτι2. βαδίζω, προχωρώμσν.1. «βάλλω χέρα» — αρχίζω2. «βάλλω γονυκλισίαν» — βάζω μετάνοια, γονατίζω3. (για ασθένεια) προσβάλλωαρχ.Ι. 1. κτυπώ, πλήττω2. ρίχνω, απορρίπτω3. αφήνω να πέσει κάτι4. (για τα μάτια) ρίχνω κάπου τη ματιά μου, στρέφω το βλέμμα μου5. (για ζώα) οδηγώ, κατευθύνω ή τοποθετώ σε ορισμένη θέση6. τοποθετώ κάτι κάπου7. (για χρήματα) τοποθετώ, καταθέτω8. (για ζάρια, κύβους κ.λπ.) ρίχνω α) «τρὶς ἕξ βαλεῑν» — φέρνω τρεις εξάρεςβ) «εὔ...» ή «καλῶς βάλλειν» — φέρνω καλή ζαριά, είμαι τυχερός9. φρ. «βάλλ' ἐς κόρακας» — άι στον κόρακα, άι στα κομμάτιαII. (-ομαι)1. περιβάλλομαι, φοράω («τόξα ἀμφ' ὤμοισιν βάλλομαι», «ἐπὶ κάρα στέφη βάλλομαι»)2. φρ. α) «ἐς γαστέρα βάλλομαι γόνον» — συλλαμβάνωβ) «κρηπῑδα βάλλομαι» — θεμελιώνω, στερεώνωγ) «βάλλομαι ἱερὸν περί τι» — χτίζωδ) «βάλλομαι ἄγκυραν» — ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ. (Βλ. και βάζω και βάνω).[ΕΤΥΜΟΛ. Το θέμα του ενεστώτα βάλλω αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα βαλ (με απαθή βελ- < *gwel-, πρβλ. βέλος και ετεροιωμένη βολ-, πρβλ. βολή), όπου τα διπλά -λλ- ερμηνεύονται από τον σχηματισμό του θέματος είτε με επίθημα -y- (*βάλιω), είτε, το πιθανότερο, με έρρινο επίθημα -ν- (*βαλ-ν-∂-ω, αθέματο *βαλ-ν-η-μι). Παράλληλα προς τις μονοσύλλαβες το θέμα εμφανίζει και δισύλλαβες μεταπτωτικές βαθμίδες, ήτοι βλη- < *gwled1 (πρβλ. βλήμα, βέ-βλη-κα, αβεστ, ni-γrā-ire «είναι καταβεβλημένοι», τοχ. Α' και Β' klā- «πέφτω») και βελε- (πρβλ. βέλε-μνον), οι οποίες βασίζονται σε αρχική ρίζα *βέλη-. Η δισύλλαβη ρίζα επιβεβαιώνεται επίσης στο σανσκρ. ud-gurna- «ανυψωμένος», ενώ η σύνδεση του βάλλω με σανσκρ. galati «στάζω στάλα-στάλα» και αρχ. άνω γερμ. guellam «πηγάζω» δεν φαίνεται δυνατή. Το ρ. βάλλω στην Ιων.-Αττ. και κυρίως στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημασία του «πλήττω» (αντιτιθέμενο σημασιολογικά προς το τύπτω), σε άλλες δε περιπτώσεις επίσης στον Όμηρο έχει την έννοια του «ρίπτω, εκτοξεύω» ή «βάζω». Τέλος, ως αμετάβατο το ρ. βάλλω αναφέρεται σε ποταμό και σημαίνει «ρίπτομαι, εκβάλλω».ΠΑΡ. βέλος, βλήμα, βλητός, βολή, βόλοςαρχ.βέλεμνονμσν.- νεοελλ.βαλμόςνεοελλ.βάλσιμο, βαλτός.ΣΥΝΘ. αμφιβάλλω, αναβάλλω, αποβάλλω, βιαβάλλω, εισβάλλω, εκβάλλω, εμβάλλω, επιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, προσβάλλω, συμβάλλω, υπερβάλλω, υποβάλλωαρχ.αντιβάλλωνεοελλ.εφεσιβάλλω, πανικοβάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.